- ἄρκειος
- ἄρκειοςof a bearmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άρκειος — ἄρκειος, ον και ος, α, ον (Α) 1. (ο άνεμος) που πνέει από την άρκτο, ο βόρειος 2. αυτός που ανήκει σε άρκτο, ο αρκουδίσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρκτος, με απλοποίηση του συμφωνικού συμπλέγματος] … Dictionary of Greek
ἄρκειον — ἄρκειος of a bear masc acc sg ἄρκειος of a bear neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρκείου — ἄρκειος of a bear masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρκείῳ — ἄρκειος of a bear masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄρκεια — ἄρκειος of a bear neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρκεία — ἀρκείᾱ , ἄρκειος of a bear fem nom/voc/acc dual ἀρκείᾱ , ἄρκειος of a bear fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρκείας — ἀρκείᾱς , ἄρκειος of a bear fem acc pl ἀρκείᾱς , ἄρκειος of a bear fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)